Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τοὺς ὄζους

  • 1 περικαμπής

    A bent round, Aq.Is.40.4, Ho.6.8 ; διὰ π. τόπων by zigzag paths, Vett.Val.263.13. - της, tergiversator, Gloss. -τω, bend round, Hp.Art.18; π. τὸν τοῖχον make a return in the wall, IG22.1668.24 ; π. τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Ps.-Luc. Philopatr.19.
    II intr., turn round a corner or bend, Pl.Euthd. 291b : c. acc. loci,

    π. [ὁ ἦχος] τοὺς ὄζους Arist.Aud. 802a35

    ;

    π. τὸν Ἄθω Ael.VH1.15

    : abs., bend or sweep round,

    ἐπὶ τοὺς λιμένας App. Pun.95

    .
    2 go round so as to shun or escape from,

    τὴν τῶν κυάμων χώραν Hermipp.Hist.23

    ; ὁμιλίας, prob. for παρέκαμπτε in D.S.5.59 ;

    τὴν πόλιν Plu.2.246b

    ;

    κακοπαθίαν οὐδεμίαν IG12(5).129.23

    ([place name] Paros) ;

    διήγησιν Apollon.Cit.1

    ;

    ὀσμάς Archig.

    ap. Gal.12.790, cf. PMed.in Arch.Pap.4.270 (iii A.D.) ;

    φιλίας Porph.VP59

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαμπής

  • 2 περικαμπτω

        сгибать вокруг
        

    (τοὺς ὄζους Arst.)

        π. τέν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Luc. — согнуть руку над веками, т.е. приставить к глазам согнутую ладонь;
        π. πόλιν Plut. — обходить город;
        περικάμψαντες πάλιν Plat.обернувшись назад

    Древнегреческо-русский словарь > περικαμπτω

  • 3 πρότερος

    πρότερος and [full] πρῶτος, [comp] Comp. and [comp] Sup. formed from πρό, opp. ὕστερος, ὕστατος.
    A [comp] Comp. [full] πρότερος, α, ον,
    I of Place, before, in front, π. πόδες the fore-feet, Od.19.228; π. ἵπποι horses in front, B.5.43:— but mostly,
    II of Time, former, earlier,

    ἄνδρες Il.21.405

    ;

    ἄνθρωποι 5.637

    , 23.332; οἱ π. men of former times, 4.308 (rarely without Art., A.Ag. 1338 (anap.), etc.);

    οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς π. τ' ἀνθρώπων Il.23.790

    : also, older, opp. ὁπλότερος, 2.707, etc.; γενεῇ π. 15.182; but παῖδες π. children by the first or a former marriage, Od.15.22;

    παῖδες ἐκ τῆς π. γυναικός Hdt.7.2

    ; τῇ προτέρῃ (sc. ἡμέρᾳ) on the day before, Od.16.50; ἠοῖ τῇ π. Il.13.794 (in Prose more freq. τῇ προτεραίᾳ, cf. προτεραῖος); τοῦ π. ἐνιαυτοῦ the year before, IG12.352.11; τοῖς π. Παναθηναίοις the preceding P., ib.57.8; τὰ π. what has preceded, Plot.3.2.8:—freq. used predicatively, sts. where we should expect the Adv. (which is never used by Hom.),

    ὅ με π. κάκ' ἔοργε Il.

    3.351, cf. 16.569, Hes.Op. 708, etc.;

    σπονδὰς οὐ λύσετε πρότεροι Th.1.123

    ; οἱ π. ἐπιόντες ibid.;

    τοῖς π. μετὰ Κύρου ἀναβᾶσι X.An.1.4.12

    , cf. IG22.1.7;

    εἰ μὴ π. ἑωράκη αὐτὸν ἢ ἐκεῖνος ἐμέ Pl.R. 336d

    , cf. 432c, etc.;

    ὅτι εἴη π. ὑπὸ ἐκείνων ἠδικημένος

    PCair.Zēn.

    288.9

    (iii B.C.).
    2 as regular [comp] Comp., c. gen.,

    ἐμέο πρότερος Il.10.124

    ;

    π. τούτων Hdt.1.168

    , cf. Pl.Phd. 86b, Hp.Ma. 282d;

    τὰς γυναῖκας μὴ ἀπιέναι προτέρας τῶν ἀνδρῶν IG12(5).593.19

    (Iulis, v B.C.); τῇ π. ἡμέρᾳ τῆς τροπῆς the day before.., Arist.Pol. 1316a16;

    προτέρᾳ εἰδυῶν Ὀκτωμβρίων IG7.2225.14

    (Thisbe, Senatus Consultum, ii B.C.); τῷ π. ἔτει Παναθηναίων τῶν μεγάλων ib.22.212.27;

    τῷ π. ἔτει τῆς ἥττης Plb.2.43.6

    : folld. by ἤ, τῷ προτέρῳ ἔτεϊ ἢ τὸν κρητῆρα [ἐληΐσαντο] Hdt.3.47.
    III of Rank, Worth, and generally of Precedence, superior, τῷ γένει, τῇ δυνάμει, Is.1.17, D.3.15; π. τινὸς πρός τι superior to him in.., Pl.La. 183b; π. τι ἄγειν, π. ποιήσασθαι τὰ σὰ πράγματα, Lib.Or.58.36,52.1.
    IV after Hom., neut. πρότερον freq. as Adv., before, earlier, Pi.O.13.31, Hdt.4.45, IG12.374.265, etc.; ὀλίγον π. Pl.Prt. 317e: c. gen.,

    π. φήμης A.Th. 866

    (anap.);

    ὀλίγῳ τι π. τούτων Hdt.8.95

    ; πολλοῖσι ἔτεσι π. τούτων ib.96;

    ἐνιαυτῷ π. τῆς ἁλώσεως D.9.60

    ; also πρὸ τῶν Περσικῶν δέκα ἔτεσι π. Pl.Lg. 642d, cf. Criti. 112a; τούτου π. Paus.1.1.2: most freq. folld. by

    ἤ, π. ἢ κατὰ τὴν προσδοκίαν Pl.Sph. 264b

    ; also

    μὴ π. ἀπαναστῆναι ἢ ἐξέλωσι Hdt.9.87

    , cf. 7.54, Antipho 2.1.2, Th.7.63, etc.: with inf.,

    π. ἢ βασιλεῦσαι Hdt.7.2

    , cf. Th.1.69, etc.: folld. by πρίν, Hdt.1.82; by πρὶν ἄν, ib. 140; by πρὶν ἤ with vb. in Indic., Id.6.45, 8.8, or Subj., 7.8.β (v.l. πρὶν ἂν ἢ), 9.93; also

    οὐ π. εἰ μὴ.. Plu.Lys.10

    , etc.; οὐ π. ἕως.. , or ἕως ἂν.., Lys.12.71, Ath.14.640c;

    μὴ π., ἀλλ' ὅταν.. Plb.9.13.3

    : also used with the Art., τὸ π. Pl.R. 522a, X.An.4.4.14, etc. ( τὸ π., also, for the first time, Ep. Gal.4.13): c. gen.,

    τὸ π. τῶν ἀνδρῶν τούτων Hdt.2.144

    : the Adv. is freq. put between Art. and Subst.,

    ὁ π. βασιλεύς Id.1.84

    ;

    τὰ π. ἀδικήματα Id.6.87

    ;

    αἱ π. ἁμαρτίαι Ar.Eq. 1355

    , etc.
    B [comp] Sup. [full] πρῶτος, η, ον, [dialect] Dor. [full] πρᾶτος (q.v.):
    I as Adj.,
    1 of Place, foremost,

    πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379

    ; ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοισι alone, Il.19.424, 11.64; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ, 15.340, 17.380; τῆς πρώτης τάττειν (sc. τάξεως) Isoc. 12.180, cf. Lys.16.15, etc.; ἐν π. ῥυμῷ at the front or end of the pole, Il.6.40, 16.371; πρώτῃσι θύρῃσιν at the outermost doors, 22.66; π. ξύλον the front bench, Ar.Ach.25, Poll.4.121, etc.; οἱ π. πόδες, like πρόσθιοι, Id.1.193.
    2 of Time, στάντα πρὸς π. ἕω looking towards first dawn, S.OC 477;

    περὶ π. νύκτα Poll.1.70

    .
    3 of Order, serving as ordinal to εἷς, ἄεθλα θῆκε.. τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ.., αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ.., κτλ., Il.23.265, cf. 6.179; opp. ὕστατος, 2.281, 5.703, etc.; opp. τελευταῖος, A.Ag. 314; opp. τανύστατος, Od. 9.449;

    πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Hdt.2.2

    ;

    τὰ π. τῶν ὀνομάτων Pl.Cra. 421d

    ;

    τῇ π. τῶν ἡμερέων Hdt.7.168

    , etc.;

    π. ἄξων IG12.115.10

    ; ἐπὶ τοῦ π. [ἱερείου] first-offered, X.An.4.3.9; ἐν τοῖς π. λόγοις in the earlier books, Arist.Ph. 263a11, al.; ἐν πρώτοις among the first, Is.7.40; hence, above all, especially, Hdt.8.69, Pl.R. 522c; in [dialect] Att., ἐν τοῖς πρῶτοι (v. ,

    , τό A.

    VIII. 6):—freq. used predicatively of being the first to do something,

    Νέστωρ πρῶτος κτύπον ἄϊε Il.10.532

    ;

    πρῶτος ἀνατέλλει Eratosth.Cal.42

    ;

    εἴθε π. σοι ἐνέτυχον Luc.Tyr.21

    .
    b Philos., first in order of existence, primary,

    αἱ π. οὐσίαι Arist.Cat. 2b26

    , cf. Metaph. 1032b2; π. ὕλη, π. φιλοσοφία, ib. 1015a7, 1061b19; primitive, simple, οἰκία π., ἡ π. πόλις, Id.Pol. 1252b10, 1291a17; ἡ π. κοινωνία ib. 1257a19; ἡ π. ὀλιγαρχία ib. 1293a14; ὁ π. συλλογισμός normal, typical, Id.Rh. 1357a17; τὰ π. σώματα, μόρια,= τὰ ὁμοιομερῆ, Gal.5.673,674; πρῶτα κατὰ φύσιν, e.g. health, perception, Stoic.3.34; τὰ π. πάθη ib.92; αἱ π. ἀρεταί ib.64.
    c Math., πρῶτοι ἀριθμοί prime numbers, Euc.7 Def.11,12; but also, first numbers (= 1 to 100,000,000) in the notation of Archim., Aren.3.2.
    d πρῶτος is sts. used where we should expect

    πρότερος, Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Il.13.502

    , cf. 18.92: in late Greek folld. by gen.,

    πρῶτός μου ἦν Ev.Jo.1.15

    ,30, cf. 15.18;

    οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες Ael.NA 8.12

    ;

    πρώτη εὕρηται ἡ περὶ τοὺς πόδας κίνησις τῆς διὰ τῶν χειρῶν Ath. 14.630c

    ;

    γεννήτορα πρῶτον μητέρος εἰς ἀΐδην πέμψει Man.1.329

    , 4.404; ἀλόχου πρῶτος before his wife, IG12(5).590.5 (vi (?) A.D.).
    4 of Rank or Dignity, μετὰ πρώτοισιν among the first men of the state, Od.6.60, etc.;

    νομίσαντες πρῶτοι ἂν εἶναι Th.6.28

    ; διαβάλλειν τοὺς π. X.An.2.6.26, cf. Arist.Pol. 1266a18;

    αἱ π. πόλεις Th. 2.8

    ;

    ὁ π. ἄρχων IG12(3).481.10

    ([place name] Thera), CIG 2837 ([place name] Aphrodisias); ὁ π. τῆς πόλεως, as a title, IG12(5).292.2 ([place name] Paros);

    ὁ π. τῆς νήσου Act.Ap.28.7

    ; τῶν π. φίλων, title at the Ptolemaic court, PTeb.31.15 (ii B.C.), etc.; τῶν π., as military title, PHib.1.110.72 (iii B.C.), PPetr.3p.23 (iii B.C.), PTeb. 815 Fr.4.23,al.(iii B.C.): c. gen.,

    ἐν πρώτοισι Μυκηναίων Il.15.643

    ;

    οἱ π. στρατοῦ S.Ph. 1305

    , cf. E.Hec. 304, etc.: c. dat. modi, ἀρετῇ π., οἱ π. καὶ χρήμασι καὶ γένει, πλούτῳ π. τῶν Ἑλλήνων, etc., S.Ph. 1425, Th.3.65, Isoc.16.31, etc.;

    π. ἐν συμφοραῖς βίου S.OT33

    .
    5 of Degree, first, highest,

    μοῖρα Id.OC 145

    (anap.), etc.
    II as Subst. in neut. pl. πρῶτα, τά,
    1 (sc. ἆθλα), first prize,

    τὰ π. λαβών Il.23.275

    ;

    τὰ π. δόρει κρατύνων S.OC 1313

    ;

    ἔχειν πρῶτα κυναγεσίας AP6.118

    (Antip.);

    τὰ π. φέρεσθαι D.C.42.57

    , etc.
    2 first part, beginning, τῆς Ἰλιάδος τὰ π. Pl.R. 392e; ἐν τοῖς π. Id.Smp. 221d;

    τὸ π. τοῦ ᾄσματος Id.Prt. 343c

    .
    3 first, highest, in degree, τὰ π. τᾶς λιμῶ ([dialect] Dor. ) the extremities of famine, Ar.Ach. 743 (nisi leg. ἄπρατα)

    ; ἐχέτωσαν τὰ π. τῆς εὐδαιμονίας Luc.Cont.10

    ;

    ἐς τὰ π. τιμᾶσθαι Th.3.39

    , cf. 56; φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ π. οὔκω ἀνήκω I have not yet come to the highest development of my judgment, Hdt.7.13, cf. D.C.38.22; of persons, ἐὼν τῶν Ἐρετριέων τὰ π. Hdt. 6.100; Λάμπων.. Αἰγινητέων < ἐὼν> τὰ π. Id.9.78, cf. E.Med. 917; ἐστὶν τὰ π. τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας (of a person) Ar.Ra. 421.
    4 Philos., primary things, elements, Emp.38.1, Arist.GC 335a29;

    τὰ π. αἴτια Id.Mete. 338a20

    ; also

    τὸ π. ἐνυπάρχον ἑκάστῳ Id.Ph. 193a10

    .
    5 in Logic, the first undemonstrable propositions, on which all future conclusions rest, Id.Top. 100b18;

    τὰ π. ἀναπόδεικτα Id.APo. 71b26

    .
    III in Adverbial phrases,
    1 τὴν πρώτην (sc. ὥραν, ὁδόν) first, for the present, just now, Hdt.3.134, Ar. Th. 662, D.3.2, Arist.Metaph. 1038a35, etc.;

    τὴν πρώτην εἶναι Hdt.1.153

    .
    2 with Preps., ἀπὸ πρώτης (sc. ἀρχῆς) Antipho 5.56, Th.1.77;

    ἀπὸ τῆς π. εὐθύς Luc.Hist.Conscr.1

    ; ἐκ π. Babr.45.14;

    κατὰ πρώτας Pl.Plt. 292b

    , D.C.52.19;

    κατὰ τὴν π. εὐθύς Id.62.3

    ; παρὰ τὴν π. the first time, opp. ἐπὶ τῆς δευτέρας, Philostr.VA 1.22.
    3 freq. as Adv. in neut. sg. and pl., πρῶτον, πρῶτα,
    a first, in the first place, πρῶτόν τε καὶ ὕστατον (vulg. ὕστερον) Hes.Th. 34;

    π. μὲν.., δεύτερον αὖ.., τὸ τρίτον αὖ.. Il.6.179

    ; τί π. τοι ἔπειτα, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω; Od.9.14;

    Κύπριδα μὲν πρῶτα.., αὐτὰρ ἔπειτ'.. Il.5.458

    ;

    οὐρῆας μὲν π. ἐπῴχετο.., αὐτὰρ ἔπειτα.. 1.50

    ;

    π. μὲν.., ἔπειτα δὲ.. S.OC 632

    , X.Cyr.2.1.2,23, An.5.6.7-8, Hier.11.8, etc.;

    π. μὲν.., ἔπειτα.. Pl.Phd. 89a

    , etc.;

    π. μὲν.., ἔπειτα δεύτερον.., τρίτον δὲ.. Aeschin.1.7

    ;

    π. μὲν.., εἶτα.. Pl.Phlb. 15b

    ;

    π. μὲν.., εἶτα δὲ.. X. An.1.2.16

    ;

    π. μὲν.., εἶτα.., ἔτι δὲ.. Id.Mem.1.2.1

    ;

    π. μὲν..,.. δὲ αὖ.. Pl.Lg. 935a

    ;

    π. μὲν.., ἔτι δὲ.. Lys.4.10

    , etc.;

    π. μὲν.., ἔτι τοίνυν.. D.44.57

    ; freq. answered only by δέ, Id.9.48, etc.; sts. the answering clause must be supplied, A.Ag. 810, D.7.7, etc.: also

    πρῶτον μὲν.. δεύτερον μήν.. Pl.Phlb. 66a

    : also

    πρῶτα μὲν.., ἔπειτα.. S.Tr. 616

    , Ar.Pl. 728;

    πρῶτα μὲν.., ἔπειτα.., εἶτα.. E.Med. 548

    ;

    πρῶτα μὲν..,.. δὲ.. A.Pr. 447

    ; πρῶτα μὲν.., ἔπειτα δὲ.. X HG7.1.7, cf. S. Ph. 919; ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω since my first meeting is with you, Od. 13.228, cf. 7.53, Il.8.274: also τὸ πρῶτον, first, in the first place, at the beginning,

    ὡς τὸ π. ὑπέστην καὶ κατένευσα 4.267

    ;

    οὕνεκά σ' οὐ τὸ π., ἐπεὶ ἴδον, ὧδ' ἀγάπησα Od.23.214

    . cf. Il.3.443, 6.345, Pi.P.9.41, N.3.49; τὸ μὲν οὖν π. Pl.Prt. 333d, etc.; τὸ π..., μετὰ ταῦτα..
    D 1.12: also τὰ π., Il.1.6, Od.1.257, etc.;

    πόντῳ μὲν τὰ π..., αὐτὰρ ἔπειτα.. Il.4.424

    ;

    τὰ π. μὲν.., ὡς δὲ.. A.Pers. 412

    ;

    τὰ π..., τέλος δὲ.. S.Fr.149.5

    , cf. 966.
    c = πρότερον, before,

    ἢν.. πρῶτον ἀπόλωμαι κακῶς Ar.Ec. 1079

    ;

    π. οὐδ' ὑφ' ἑνὸς.. κρατηθέντες X.HG5.4.1

    ; θάλασσα π. ἦν ἢ γενέσθαι γῆν v.l. in Heraclit.31;

    λόγῳ π. ἢ τοῖς ἔργοις Arist.Rh.Al. 1420b28

    ;

    οὐ π. αὐτὴν ἀπέκτειναν πρὶν ἢ ἀπεκύησεν Ael.VH5.18

    ;

    π. συμμελετᾶν ἢ μελετᾶν μαθέτω AP12.206

    (Strat.).
    d first, for the first time,

    οὐ.. νῦν πρῶτα ποδώκεος ἄντ' Ἀχιλῆος στήσομαι Il.20.89

    ;

    οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι S.Ph. 966

    ;

    ἐνταῦθα πρῶτον ἔφαγον X.An.2.3.16

    .
    e πρῶτον, πρῶτα are used after the relat. Pron. and after relat.Advbs., like Engl. once (= at all),

    οὐδ' ἐνοσίχθων λήθετ' ἀπειλάων, τὰς.. Ὀδυσῆϊ π. ἐπηπείλησε Od.13.127

    , cf. 3.320, 10.328, 13.133, Il. 1.319, 19.136; μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν.. ἐπὴν τὰ π. γένηται when once he is born, 6.489, cf. Od.3.183, 4.13, 414;

    οὔτε.. Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ τὰ π. πέλασθεν Il.12.420

    , cf. Od.11.106, 221; also ἐπεὶ τὸ (or τὰ) π. now that.., ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ π. ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω now that I have spoken up, 14.467;

    τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπε Il.1.235

    , cf. 276, 19.9: c. part., τῷ ῥ' Αἴας τὸ π. ἐφεζόμενος μέγ' ἀάσθη (the rock) on which once seated
    A blasphemed, Od.4.509: the sense as soon as is never necessary in Hom., but is possible in Od.4.414, 19.355; δινέμεν εὖτ' ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠαρίωνος when once (or perh., as soon as), Hes.Op. 598; ὅπως τις πρῶτα γένοιτο πάντας ἀποκρύπτεσκε as soon as each was born, Id.Th. 156; ὡς τὸ π. X.An.7.8.14;

    τότ' εὐθὺς.., ὅτε πρῶτον εἶδον D.18.141

    ; αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον the first time you meet me, Pl.Ly. 211b;

    ἐὰν μάθω γε πρῶτον.. τί λέγεις Id.R. 338c

    .
    IV Adv. πρώτως primarily, first in Arist.,

    π. καὶ κυρίως EN 1157a30

    ; opp. δευτέρως, ib. 1158b31; π. καθ' αὑτό, opp. κατὰ συμβεβηκός, Id.Ph. 192b22, cf. Gal.1.692, al., Jul.Or.5.168b.
    2 ὅτε π. ἐπεδήμησεν.. when he first visited.., BSA27.228 (Sparta, ii A.D.).—(From πρῶτος was formed a new [comp] Sup. πρώτιστος, q.v.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότερος

  • 4 φυω

         φύω
        (impf. ἔφυου, fut. φύσω с ῠ, aor. 1 ἔφῡσα, aor. 2 ἔφῡν, pf. πέφῡκα, ppf. ἐπεφύκειν с ῠ; med. - с aor. 2 и pf. act., part. φύς, inf. φῦναι; pass.: fut. φυήσομαι, aor. 2 ἐφύην) тж. med.
        1) производить на свет, взращивать, (по)рождать, создавать
        

    (τί τινι Xen.; σοφοὺς υἱεῖς Plat.)

        καρπὸν φ. Her. — приносить плод(ы);
        ὅ φύσας (πατήρ) Eur. — родитель, отец;
        οἱ φύσαντες Eur., Arph. — родители;
        φ. ποίην Hom. — покрываться травой;
        φ. φύλλα καὴ ὄζους Hom. — пускать листья и ветви;
        φ. πώγωνα Her. — обрастать бородой;
        γλῶσσαν μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε Her. — это - единственное животное, не имеющее языка;
        τοὺς ὀδόντας φύει Plat. — у него прорезываются зубы;
        φ. τὰ πτερά Arph. — оперяться, Plat. окрыляться;
        φ. σάρκα и σάρκας Plat. — обрастать плотью:
        φ. φρένας Soph. — становиться разумным, но тж. становиться надменным и одарять разумом (φ. ἀνθρώποις Soph.);
        φύσει πεφυκώς Plat. — врожденный;
        ἀνθρώπῳ πεφυκότι εἴη ῥᾷον … Xen. — природа человека такова, что ему легче …;
        τὰ φύσει πεφυκότα Lys. — то, что создано природой, естественный порядок вещей;
        πιστὸν νομίζειν τινὰ φύσει φύεσθαι Xen.считать кого-л. честным по природе;
        σοφὸς πεφυκώς Soph. — будучи по природе умным;
        εἰ μέ κακὸς πέφυκα Soph. — если я не зол по природе;
        ὡς πέφυκε Xen. — естественным образом, как обычно бывает;
        ὡς οὐ πέφυκεν Plut. — сверх всякого обыкновения;
        οἱ καλῶς πεφυκότες Soph. или φύντες Lys. — благородные люди;
        πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος Soph. — смерть присуща всем смертным;
        οὔτω δέ τούτων πεφυκότων Plat. — ввиду так сложившихся обстоятельств;
        εὖ πεφυκέναι πρός τι Xen. и κατά τι Dem.быть созданным для чего-л., иметь природную склонность к чему-л.;
        πεφύκασι ἄπαντες ἁμαρτάνειν Thuc.ошибаться свойственно всем

        2) вырастать, расти, рождаться, возникать
        

    (ἀνδρῶν γενεέ ἥ μὲν φύει, ἥ δ΄ ἀπολήγει Hom.; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her.; τὰ φυόμενα ἐκ τῆς γῆς Xen.)

        σῖτον εὔχεσθαι καλὸν φύεσθαι Xen. — молиться, чтобы хлеб хорошо уродился;
        ἥ κεφαλέ θριξὴ πεφυκυῖα Diod. — поросшая волосами (косматая) голова;
        πεφυκέναι (тж. φῦναι) τινός, ἔκ и ἀπό τινος Trag., Xen., Plat.родиться от кого-л., быть рожденным кем-л.;
        πρᾶγμα φυομένον ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen. — то, что происходит в Элладе

        3) med. припадать, прижиматься
        

    ἐν χείρεσσι φύοντο Hom. — они пожали друг другу руки;

        οἱ φῦ χειρί Hom. — она схватила его за руку;
        ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Hom.закусив губы

    Древнегреческо-русский словарь > φυω

  • 5 τις

    τῐς (τις, τινός, τινί, τινα), τινές; τι, τινί, τι.) A subs.
    1 anyone, anything
    a εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν (τι supp. byz., om. codd.: κε Turyn.: λελαθέμεν Mommsen) O. 1.64 τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι; O. 1.82 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95

    συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει N. 3.40

    ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.71

    ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ N. 7.68

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110.
    b c. neg.

    σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν O. 12.7

    πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185

    μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών P. 4.297

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54

    οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.
    c c. gen.

    ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52

    add. neg., O. 12.7, P. 1.49, P. 3.103, fr. 109.
    2 someone, something
    a

    τὰ δ' ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59

    ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες O. 10.22

    ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (codd.: ποίνιμος coni. Spiegel) P. 2.17 [ τινες ἑλκόμενοι (coni. Sheppard: τινος codd.) P. 2.90]

    ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.67

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88

    τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89

    ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.31

    ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.23

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6

    μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (may refer to a particular person or generally to absentees, Lobel) Πα. 1. 3. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. c. impv.,

    μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.20

    ἐγκιρνάτω τίς μιν N. 9.50

    μαρνάσθω τις I. 5.54

    Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1

    cf. fr. 109, I. 8.66, Pae. 1.2
    b c. gen.

    ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60

    ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῳν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (v. Radt, Mnem., 1966, 169) N. 1.64

    ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν N. 5.36

    ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.44

    ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66

    πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις fr. 140b. 4.
    3
    a εἴ τις, cf. B. c, C. a.

    εἰ δέ μιν ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται O. 7.1

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει P. 2.58

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    εἰ γάρ τις ὄζους ἐξερείψειεν P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται P. 8.73

    εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις P. 9.93

    εἴ τις ἄκρον ἑλὼν ὕβριν ἀπέφυγεν ( εἴ τις codd.: τίς Homan) P. 11.55

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων N. 7.11

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον I. 1.67

    εἴ τις ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει I. 7.43

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις, ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.31

    c. gen.,

    λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῳν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10

    b

    ὁπόταν τις τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.8

    4
    a

    πᾶς τις γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    b τις, many a one

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    c. gen.,

    καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν P. 2.51

    [cf. N. 1.64] ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δὲ πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά, τέρπεται δὲ καί τις ἐπ οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων (bis) fr. 221.
    d each

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116

    τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω φάος fr. 109. 1. τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (Mingarelli: ἄν τις τύχῃ codd.) N. 4.91—2. B adj.,
    a a, any

    ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ αὐτὸν ἀνάγῃ P. 5.2

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.68

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50

    add. neg.,

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.104

    πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν N. 6.25

    ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*
    b some, some sort of

    Μοῖρ' ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν γαῖαν O. 7.62

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25

    ἔστιν δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ O. 9.25

    στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ( τινες coni. Sheppard) P. 2.90 μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    καί τινα οἶμον ἴσαμι βραχύν P. 4.247

    οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39

    σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (= ἀγλαίας τι, Radt) N. 1.13

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

    παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον (cf. C. b.) I. 2.24

    ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.10

    ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινὶ ( δείματι e. g. supp. Wil.) Πα.. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 1.

    εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13

    [ τις = quidam, cannot be shown to be a valid meaning in Pindar: it is a possibility in the following places, O. 6.82, O. 7.45, O. 9.25, P. 2.90, P. 4.247, N. 9.6, fr. 203. 1, v. supra.]
    c

    εἴ τις εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν O. 1.54

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλειP. 4.145

    εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ατληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5.

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25

    c. gen., κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4, cf. C. a. C adv., τι
    a c. εἰ, εἴπερ, in any way

    εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.18

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75

    εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90

    εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον N. 7.75

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87

    b c. που, somehow or other

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    οὔ τί που οὗτος ἈπόλλωνP. 4.87, cf. I. 2.24
    c qualifying vb., somehow

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι to some degree P. 7.18 [ τί οἱ (codd. contra metr.: τῷ Mingarelli.) N. 10.15] D fragg. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13. b. 13. ]ιν τοία τις εμ[ Πα. 13. c. 1. τί κέ τις εσχ[ Δ. 4. b. 11. ]και τι πατ[ Θρ. 5. b. 5. ἦν γὰρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43).

    Lexicon to Pindar > τις

См. также в других словарях:

  • κοντάκι — Ξύλινο τμήμα τουφεκιών, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη, επιτρέποντας την εκτέλεση βολής από τον ώμο. Για αριστερόφθαλμους σκοπευτές, αλλά και σε ιδιαίτερους τύπους τουφεκιών, δινόταν στο κ. ανάλογη κλίση προς τα δεξιά του κατακόρυφου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»